πλειοτερος

πλειοτερος
    πλειότερος
    эп. compar. к πλέος См. πλεος или πλέως

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πλειοτερος" в других словарях:

  • πλειότερος — πλέως full masc nom comp sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιότερος — και πλιότερος, η, ο, Ν περισσότερος. επίρρ... πιότερο Ν (συγκριτ. βαθμός τού πιo) περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλειότερος, συγκρ. τού πλείων (βλ. και λ. πιο)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»